- επιχειμέριος
- ἐπιχειμέριος, -ον (Α) [χειμέριος](για τόπο) εκτεθειμένος σε κακοκαιρία, σε θύελλες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιχειμέρια — ἐπιχειμέριος exposed to stormy weather neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)